εθελοκωφεύω

εθελοκωφεύω
εθελοκωψώ (ε) притворяться глухим

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εθελοκωφεύω" в других словарях:

  • εθελοκωφεύω — προσποιούμαι τον κουφό, κάνω πως δεν ακούω …   Dictionary of Greek

  • εθελοκωφώ — ἐθελοκωφῶ ( έω) (AM) εθελοκωφεύω …   Dictionary of Greek

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»